top of page

Τοποθεσία Ναυαγίου

Σαρακοστή, 4η Μαρτίου 1900 (σύμφωνα με το τότε Ιουλιανό ημερολόγιο). Στα Αντικύθηρα ανακαλύφθηκε το σημαντικότερο παγκόσμιο ναυάγιο από ιστορική, ναυτική, εμπορική, πολιτιστική και τεχνολογική άποψη. Στην ανεύρεση του ναυαγίου, κομβικό ρόλο αποτέλεσαν, δύο ιστιοφόρα από την Σύμη, το «Ευτέρπη» και το «Καλλιόπη», με οκτώ βουτηχτάδες και έντεκα ναύτες, που κατευθύνονταν στις ακτές της Βορείου Αφρικής (Αλγερία – Λιβύη,) για αλίευση σφουγγαριών. Το μεν «Καλλιόπη» ήταν εφοδιασμένο με τον τελευταίας τεχνολογίας εξοπλισμό για καταδύσεις και το «Ευτέρπη» ήταν φορτωμένο με τα εφόδια και σε αυτό θα συγκεντρώνονταν τα σφουγγάρια που θα αλιεύονταν. Τα ιστιοφόρα ήταν ιδιοκτησίας των αδελφών Λινδιακού και τα εκμεταλλεύονταν ο συγγενής τους, καπετάνιος Δημήτριος Κοντ. 

Τα αναφερόμενα ιστιοφόρα συνάντησαν καιρό ανοικτά των Αντικυθήρων και αναγκάστηκαν να αγκυροβολήσουν περίπου είκοσι μέτρα μακριά από την απότομη βραχώδη ακτή του νησιού. Ο βουτηχτής Ηλίας Σταδιάτης φόρεσε το σκάφανδρο και καταδύθηκε, με σκοπό να πιάσει ψάρια για το σαρακοστιανό τραπέζι τους. Παρ’  ότι η απόσταση από την ακτή ήταν μικρή, το βάθος ήταν σαράντα με εβδομήντα μέτρα. Κάποια στιγμή ο Ηλίας έκανε σήμα να τον ανεβάσουν. Φοβήθηκε από αυτά που αντίκρισε στο βυθό. Είχαν ρίξει άγκυρα ακριβώς πάνω από το διασημότερο ναυάγιο του κόσμου!

Αμέσως, μετά τον Ηλία Σταδιάτη, καταδύθηκε ο ίδιος ο καπετάνιος Δημήτρης Κοντός. Το θέαμα που αντίκρισε από το θολό γυαλί του σκάφανδρου και στο μισοσκόταδο των περίπου πενήντα μέτρων βάθους, ήταν φανταστικό! Σε αρκετή ακτίνα ήταν διασκορπισμένα αγάλματα και αμφορείς. Τελικά, εμφανίστηκε στην επιφάνεια της θάλασσας με ένα μπρούτζινο χέρι. Περιμένοντας ο καιρός να κοπάσει, οι δύτες περισυνέλεξαν όσα περισσότερα τέχνεργα μπόρεσαν από το ναυάγιο. Γαληνεύοντας ο καιρός συνέχισαν το ταξίδι τους για τις ακτές της βορείου Αφρικής (Αλγερία – Λιβύη), αφού πριν κατέγραψαν το στίγμα του ναυαγίου

Το Σκάφος και το Φορτίο

Περί το δεύτερο τέταρτο του 1ου αιώνα π.Χ., ένα σαράντα μέτρων μήκους και δεκαπέντε μέτρων πλάτους, ένα τεράστιο ελληνικό εμπορικό πλοίο –ένα κοντόχοντρο καράβι-, είχε ρότα προς την ιταλική χερσόνησο. Κατασκευαστικά ήταν στημένο το πέτσωμα και πάνω σε αυτό είχαν δημιουργηθεί οι νομείς, δηλαδή ο σκελετός του σκάφους. Η ξυλεία του σκάφους προέρχονταν από φτελιά, τα ξυλόκαρφα από βελανιδιά και τα καρφιά από χαλκό. Κάτω από την ίσαλο γραμμή ήταν επενδυμένο με φύλλα μολύβδου. Έφερε μεγάλο τετράγωνο πανί και ένα μικρότερο στην πλώρη.

Το μεγάλο αμπάρι του σκάφους ήταν γεμάτο με αντίκες της εποχής, πολλά ελληνικά αγάλματα και αμφορείς. Τα ξύλα του, είχαν κοπεί περί το 200 π.Χ. και ήταν άριστα εξοπλισμένο. Είχε ακόμη και αντλία νερού με μολύβδινους σωλήνες. Μετέφερε δε και επιβάτες σε ειδικά κατασκευασμένες καμπίνες. Είχε φορτώσει το εμπόρευμα σε κάποια νησιά του Αιγαίου και θα τα μετέφερε στην Ιταλία, όπου οι Ρωμαίοι Πατρίκιοι θα διακοσμούσαν τις πολυτελείς βίλες τους. Οι αμφορείς ήταν κατασκευασμένοι, κυρίως στη Ρόδο, την Κω και τη Μικρά Ασία. Το μάρμαρο των αγαλμάτων ήταν από την Πάρο. Τα πολύτιμα γυάλινα αντικείμενα προέρχονταν από Παλαιστίνη-Συρία-Αίγυπτο.

Τα νομίσματα που βρέθηκαν είχαν κοπεί στην Πέργαμο, Έφεσο, Κνίδο και Κατάνια. Βρέθηκαν νομίσματα του 76 π.Χ. και του 67 π.Χ. Γεγονός που σημαίνει ότι το ναυάγιο έγινε μετά τα ανωτέρω έτη. Συμπεραίνεται, ότι το πλοίο φόρτωσε συγκεκριμένα το εμπόρευμά του στη Δήλο ή τη Ρόδο, που αποτελούσαν τότε εμπορικά κέντρα του Αιγαίου.

Είναι άγνωστες οι συνθήκες του ναυαγίου των Αντικυθήρων. Ναυάγησε έξω από τα Αντικύθηρα, λίγο πριν το φυσικό λιμάνι του νησιού, τον Ποταμό. Παρασύρθηκε από τον άνεμο και τα κύματα το έριξαν στα βράχια; Γέμισε νερά το πλοίο σε φουρτούνα, παρά τις προσπάθειες των ναυτών με την αντλία; Μετατοπίστηκε το φορτίο και άνοιξαν οι αρμοί; Το βέβαιο είναι ότι βυθίστηκε αμέσως, γιατί βρέθηκαν σκελετοί ανθρώπων,  που σημαίνει ότι κάποιοι εγκλωβίστηκαν και μεταξύ αυτών και μία γυναίκα.

Η ενάλια ανασκαφή

Στις 22 Νοεμβρίου 1900 ξεκίνησε η επιχείρηση ανέλκυσης των αντικειμένων του ναυαγίου. Οι συνθήκες της πρώτης παγκόσμια οργανωμένης μεγάλης κλίμακας ενάλιας ανασκαφής ήταν δύσκολες. Ο καιρός και η ταραγμένη θάλασσα παρεμπόδιζαν τις καταδύσεις. Η τεχνολογία τότε δεν επέτρεπε στους σφουγγαράδες να μένουν στο βάθος του ναυαγίου πάνω από πέντε λεπτά. Επιπλέον, το «Μυκάλη» ήταν μεγάλο πλοίο και ήταν επικίνδυνο να πλησιάσει κοντά στην ακτή-απότομα βράχια για την ανάσυρση των βαριών αγαλμάτων. Παρ’ όλα αυτά στις 27 Νοεμβρίου, το «Μυκάλη» κατέπλευσε στον Πειραιά με τα πρώτα ευρήματα, μεταξύ των οποίων ήταν το «Κεφάλι του Φιλοσόφου». Ο ελληνικός και ο διεθνής τύπος παρακολουθούσαν από κοντά την ανάσυρση των αρχαιοτήτων από το βυθισμένο πλοίο, που θα έμεινε στην ιστορία ως το «ναυάγιο των Αντικυθήρων».

Η επιχείρηση συνεχίστηκε έως τον Σεπτέμβριο 1901. Το ατμόπλοιο «Σύρος» και το τορπιλικό «Αιγιαλεία» συνέδραμαν στην ανάσυρση των αρχαιοτήτων. Το «Μυκάλη» μετέφερε τα ευρήματα, αλλά έφερνε και Επισήμους στη θέση του ναυαγίου. Μέχρι τα τέλη Δεκεμβρίου 1901, τα μεγαλύτερα αγάλματα , μεταξύ των οποίων και ο «Έφηβος των Αντικυθήρων» είχαν  ανασυρθεί. Οι σφουγγαράδες είχαν ανασύρει περίπου σαράντα αγάλματα και τμήματα αγαλμάτων, αμφορείς, πολύχρωμα γυάλινα σκεύη, πολλά μικροαντικείμενα και μέρη του σκάφους. Είχαν ανασκάψει και ερευνήσει τον βυθό σε βάθος περίπου ένα μέτρο.

Οι δυσκολίες των καταδύσεων ήταν αμέτρητες. Το σημείο δεν είναι προφυλαγμένο από τους ανέμους. Η δύναμη των κυμάτων τον χειμώνα είναι τεράστια. Το ναυάγιο βρίσκεται σε βάθος 40 με 60 μέτρα και ο βυθός είναι πολύ απότομος, κλίσης 45 μοιρών. Το βάθος αυτό ήταν το όριο κατάδυσης εκείνη την εποχή. Μέσα στο σκοτάδι του βυθού και φορώντας βαριά δυσκίνητη στολή, οι δύτες δυσκολεύονταν στις έρευνές τους. Τις κινήσεις τους παρεμπόδιζε το άβολο σκάφανδρο και ο σωλήνας που τους συνέδεε με την επιφάνεια. Οι σφουγγαράδες έπρεπε να μείνουν μόνο πέντε λεπτά για να αποφύγουν την τρομερή νόσο των δυτών, που σήμαινε παράλυση ή θάνατο. Μάλιστα, δύο δύτες ασθένησαν βαριά και ένας, ο Γεώργιος Κρητικός, πέθανε από τη νόσο. Ο περίφημος θησαυρός των Αντικυθήρων ανασύρθηκε με θυσίες των θρυλικών σφουγγαράδων.

Το 1976, ο Jacques – Yves Cousteau (1910-1977), ο οποίος είχε επισκεφτεί και το 1953 τη θέση του ναυαγίου, πρόσφερε στο Ελληνικό Κράτος την υποδομή του ωκεανογραφικού του σκάφους «Calypso» για την συμπληρωματική έρευνα στην περιοχή του ναυαγίου. Ανασύρθηκαν και άλλα μέρη από το πλοίο, έργα τέχνης, κεραμικά, κοσμήματα, εργαλεία, κ.α.

Συνεχίστηκαν οι ενάλιες έρευνες στο ναυάγιο και το 2012 μέχρι το 2019, με τη χρήση της σύγχρονης τεχνολογίας, που επιτρέπει την επιμήκυνση παραμονής σε βάθος 70 μέτρων και την πληρέστερη έρευνα στην περιοχή, προκειμένου να εντοπιστούν και άλλα τέχνεργα, που πιθανόν να μετακινήθηκαν από τα θαλάσσια ρεύματα, στη διάρκεια των δύο χιλιετιών που παρήλθαν.

Το βυθισμένο πλοίο ήταν ρωμαϊκή ορκάς χωρητικότητας 300 τόνων. Δείγμα βαρύ ιστιοφόρου που χρησιμοποιούνταν περί το 2ο – 1ο αιώνα π.Χ. για μεταφορές μεταξύ Ιταλίας και Ελλάδος. Τα δρομολόγια αυτών των πλοίων άρχιζαν την άνοιξη, πουλώντας και αγοράζοντας εμπορεύματα στα κυριότερα λιμάνια της Ανατολικής Μεσογείου και το φθινόπωρο κατέπλεαν στη βάση τους. Στα σπουδαιότερα ευρήματα που ανασύρθηκαν από το ναυάγιο των Αντικυθήρων (αρχαία Αίγιλα) και χρονολογούνται από τον 4ο έως τον 1ο αιώνα π.Χ., περιλαμβάνονται

Ευρήματα

α. Ο Μηχανισμός των Αντικυθήρων.

Στις 17 Μαΐου 1902, ο πρώην Υπουργός Παιδείας και μαθηματικός, Σπυρίδων Στάης, επέτυχε την σημαντικότερη ανακάλυψη στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας. Μελετώντας τα τέχνεργα που ανασύρθηκαν από το ναυάγιο, πρόσεξε ένα σκουριασμένο μπρούτζινο αντικείμενο με επιγραφές, αστρονομικούς όρους και ενσωματωμένο γρανάζι. Αποτελεί το σημαντικότερο εύρημα και τη μεγαλύτερη ανακάλυψη όσον αφορά τη μελέτη της αρχαιοελληνικής τεχνολογίας. Είναι ένας αναλογικός υπολογιστής εκπληκτικής τεχνολογίας. Είναι τόσο σημαντικό για την εξέλιξη της τεχνολογίας, όσο είναι η Ακρόπολη για την εξέλιξη της αρχιτεκτονικής. Εκτιμώμενη κατασκευή του, το δεύτερο μισό του 2ου αιώνα π.Χ. (140-100 π.Χ.). Ίσως κατασκευάστηκε στη Ρόδο, όπου τότε άνθιζε η αστρονομία με τους διάσημους αστρονόμους (Ίππαρχο, Ποσειδώνιο, Γέμινο και Απολλώνιο). Πιστεύεται ότι ο Μηχανισμός ήταν εγκιβωτισμένος μέσα σε ένα ξύλινο κουτί και είχε δύο μεταλλικά ανοιγόμενα φύλλα, όπου ήταν γραμμένες οι οδηγίες χρήσης. Αποτελείτο από τριάντα εννέα (39) χάλκινα γρανάζια.

Ανασύρθηκε με τη μορφή συγκολλημένων θραυσμάτων. Αποτελεί μοναδικό τεχνολογικό επίτευγμα των Αρχαίων Ελλήνων και έναν από τους μεγαλύτερους γρίφους της ιστορίας της τεχνολογίας. Σύμφωνα με νεότερες έρευνες, έδινε τις θέσεις του Ήλιου και της Σελήνης, υπολόγιζε το ηλιακό και σεληνιακό έτος, τις κινήσεις των πλανητών στο ζωδιακό κύκλο, τις φάσεις της Σελήνης, τις εκλείψεις Ήλιου-Σελήνης και τις χρονιές τέλεσης των Πανελληνίων Στεφανιτών Αγώνων (π.χ. Ολύμπια, Νέμεα, Πύθια, Ίσθμια, Νάϊα της Ηπείρου και Αλίεια της Ρόδου) στα υπάρχοντα τότε ελληνικά ημερολόγια (Ηπειρωτικό, Κορινθιακό) και Αιγυπτιακό ημερολόγιο, και συστήματα μέτρησης χρόνου. Αποδίδεται σε μαθητή του Συρακούσιου Αρχιμήδη (287-212 π.Χ.) ή του Ίππαρχου του Ρόδιου (190-120 π.Χ.) ή του Απολλώνιου του Ρόδιου (295-215 π.Χ.) ή του Γέμινου του Ρόδιου (1ος αιώνας π.Χ.). Πρώτη απόπειρα ανακατασκευής του Μηχανισμού για την μελέτη της λειτουργίας – χρήσης του έγινε από τον ναύαρχο Ιωάννη Θεοφανίδη. Επόμενοι μεγάλοι ερευνητές του Μηχανισμού υπήρξαν ο Άγγλος – Αργεντινός Ντέρεκ ντε Σόλλα Πράις (1922-1983), ο Άγγλος Μάικλ Ράιτ (ήξερε αρχαία Ελληνικά) με τον Αυστραλό Άλλαν Τζώρτζ Μπρόμλεϋ (1945-2002). Το 2005 ιδρύθηκε η διεπιστημονική Ομάδα Μελέτης Μηχανισμού Αντικυθήρων (ΟΜΜΑ). Ανακατασκευές έγιναν επίσης και από Έλληνες επιστήμονες, όπως το 2007 από τον μαθηματικό Διονύση Κριάρη και το 2014 από τον φυσικό Μάρκο Σκουλάκο.

β. Ο Έφηβος των Αντικυθήρων.

Υπολογίζεται ότι δημιουργήθηκε περί το  340 – 330 π.Χ. Χάλκινο άγαλμα που αναπαριστά γυμνό όρθιο άνδρα. Στο αριστερό του χέρι έφερε σπαθί. Το δεξί χέρι του είναι παρατεταμένο και κρατούσε κάποιο αντικείμενο, που δυστυχώς δεν βρέθηκε. Σύμφωνα με τις απόψεις αρχαιολόγων αναπαριστά τον Περσέα, που κρατούσε το κομμένο κεφάλι της Μέδουσας ή τον Πάρη, που κρατούσε το Μήλο της Έριδος. Κατά τους αρχαιολόγους αποτελεί έργο του γλύπτη Κλέωνα από την Σικυώνα.

γ. Μαρμάρινα Γλυπτά.

Ανασύρθηκαν διάφορα γλυπτά που αναπαρίσταναν Ομηρικούς Ήρωες από παριανό μάρμαρο, της ελληνιστικής περιόδου. Διαπιστώθηκε ότι όσα τμήματα των αγαλμάτων, είχαν καλυφθεί από άμμο, παρέμειναν άθικτα, ενώ όσα προεξείχαν αλλοιώθηκαν  από τους καταστροφικούς μικροοργανισμούς της θάλασσας.

δ. Γυάλινα Σκεύη.

Ανευρέθηκαν αρκετά κομψοτεχνήματα γυάλινα, της ελληνιστικής περιόδου και ιδιαίτερα μικρά αγγεία. Η περίτεχνη διακόσμησή τους αποδεικνύει ότι υπήρξαν έργα τέχνης του κυρίως φορτίου για εμπορικούς σκοπούς. Η τεχνοτροπία κατασκευής τους παραπέμπει σε εργαστήρια της Αλεξάνδρειας και της Παλαιστίνης.

ε. Ο Φιλόσοφος των Αντικυθήρων.

Καλλιτεχνική δημιουργία περί τα τέλη του 3ου αιώνα π.Χ. Χάλκινο άγαλμα με έκδηλα τα χαρακτηριστικά του προσώπου. Έχουν βρεθεί το κεφάλι, τα χέρια, τα πόδια και τμήμα της ενδυμασίας του. Αποδίδει με ρεαλισμό και ζωντάνια έναν ηλικιωμένο άνδρα, ενδεχομένως τον φιλόσοφο Αντισθένη (444-365 π.Χ.), ιδρυτή της Σχολής των Κυνικών Φιλοσόφων. Σε συνδυασμό με άλλα ευρήματα συνάγεται ότι αποτελούσε μέρος συμπλέγματος τεσσάρων φιλοσόφων.

στ. Νομίσματα.

Περισυλλέγησαν 36 αργυρά τετράδραχμα μεγάλης αξίας, κομμένα τέλη 2ου με αρχές 1ου αιώνα π.Χ. σε Πέργαμο-Έφεσο και σαράντα κέρματα κοπής 3ου – 1ου αιώνα π.Χ. των πόλεων Σικελίας – Μικράς Ασίας. Η ύπαρξη νομισμάτων της περιόδου 76 π.Χ. και 67 π.Χ. στο ναυάγιο, βοήθησαν στην χρονολόγηση της βύθισής του.

ζ. Οξυπύθμενοι Αμφορείς.

Ανευρέθηκαν αμφορείς με μυτερό κάτω μέρος (οξυπύθμενοι), προκειμένου κάθε σειρά να σφηνώνει στα κενά που δημιουργούνται και να αποφεύγεται η μετατόπιση φορτίου. Ανελκύστηκαν  23 τεμάχια με προέλευση το Ανατολικό Αιγαίο (Ρόδος, Κως, Έφεσος) και την Αδριατική. Με τους αμφορείς μεταφέρονταν κρασί, λάδι και αλίπαστα.

Rate Us
Don’t love itNot greatGoodGreatLove it
bottom of page